- αθλητής
- ο (Α ἀθλητὴς) (ΝΜ θηλ. -ήτρια)αυτός που αγωνίζεται για το βραβείο, αυτός που μετέχει στα αθλητικά αγωνίσματα(αρχ. και ως επίθ.) ο εξασκημένος σε κάτι, έμπειροςμσν.- νεοελλ.αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας ιδέας (λέγεται συνήθως για τους χριστιανούς μάρτυρες).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθλῶ.ΠΑΡ. αθλητικός, αθλητισμός].
Dictionary of Greek. 2013.